συμπαρομαρτούντα

συμπαρομαρτούντα
τα последствия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συμπαρομαρτούντα" в других словарях:

  • συμπαρομαρτοῦντα — συμπαρομαρτέω accompany pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμπαρομαρτέω accompany pres part act masc acc sg (attic epic doric) συμπαρομαρτέω accompany pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμπαρομαρτέω accompany …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρομαρτώ — συμπαρομαρτῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπαρομαρτῶ Α συνοδεύω, συνακολουθώ, είμαι επακόλουθο, είμαι συνέπεια (α. «συμπαρομαρτοῡντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῡ κάλλους», Ξεν. β. «ὅτε ξυμπαρομαρτέει τῇ νούσῳ ὁ ὄγκος», Αρετ.) νεοελλ. (συν. το ουδ. πληθ. μτχ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»